βροτός

βροτός

βροτός (μόρος, mors, μορτός, daraus ΜΡΟΤΌΣ, dafür des Wohllautes halber βροτός; daher das μ in φαεσίμβροτος, τερψίμβροτος, φϑισίμβροτος; vgl. μολεῖν βλώσκω, μέλι βλίττω, μαλακός βλάξ; μέμβλωκα, ἤμβροτον); sterblich (Hesych. φϑαρτὸς ἢ γηγενὴς ἄνϑρωπος, bei dem auch βροταί, erkl. γυναῖκες); ἀνήρ Il. 5, 361; ἔϑνος Pind. P. 10, 28; gew. , subst., der M en sch, im Ggstz der ϑεοὶ ἀϑάνατοι, Hom. u. folgde Dichter. Hom. ϑνητοῖσι βροτοῖσιν Odyss. 3, 3. 7, 210. 12, 386, ϑνητὸν βροτόν Odyss. 16, 212; Iliad. 18, 362 καὶ μὲν δή πού τις μέλλει βροτὸς ἀνδρὶ τελέσσαι, ὅς περ ϑνητός τ' ἐστὶ καὶ οὐ τόσα μήδεα οἶδεν· πῶς δὴ ἔγωγ', ἥ φημι ϑεάων ἔμμεν ἀρίστη, οὐκ ὄφελον Τρώεσσι κοτεσσαμένη κακὰ ῥάψαι; von Weibern, Odyss. 5, 218 ἡ μὲν γὰρ βροτός ἐστι, σὺ δ' ἀϑάνατος καὶ ἀγήρως; 5, 334 Λευκοϑέη, ἣ πρὶν μὲν ἔην βροτὸς αὐδήεσσα; 6, 149 γουνοῦμαί σε, ἄνασσα· ϑεός νύ τις ἦ βροτός ἐσσι; 160 οὐ γάρ πω τοῖον εἶδον βροτὸν ὀφϑαλμοῖσιν, οὔτ' ἄνδρ' οὔτε γυναῖκα.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βροτός — βροτός, όν (AM) ως ουσ. θνητός, άνθρωπος (σε αντίθεση με τους αθανάτους ή τον θεό) αρχ. ως επίθ. «βροτός ανήρ» άνθρωπος θνητός και όχι θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο (πρβλ. και άμβροτος). Πρόκειται για αιολικό τ. αντί του *βρατός <… …   Dictionary of Greek

  • βρότος — βρότος, ο (Α) πηχτό αίμα που χύθηκε από τραύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τύπος που απαντά στον ενικό αριθμό και μαρτυρείται κυρίως στον Όμηρο. Θεωρείται αιολ. τ. αντί του *βρατός (με αλλαγή στον φωνηεντισμό και στον τόνο, πρβλ. στρα τός, αιολ. στρο τός).… …   Dictionary of Greek

  • βροτός — mortal man masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρότος — blood that has run from a wound masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βροτοῖν — βροτός mortal man masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βροτοῖς — βροτός mortal man masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βροτοῖσι — βροτός mortal man masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βροτοῖσιν — βροτός mortal man masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βροτούς — βροτός mortal man masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βροτέ — βροτός mortal man masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βροτῶν — βροτός mortal man masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”