βραδινός

βραδινός

βραδινός, äol. = ῥαδινός, Sapph. frg. 32.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βράδινος — βράδινος, α, ον (αιολ. τ.) (Α) ραδινός. [ΕΤΥΜΟΛ. βράδινος < Fράδινος (βλ. ραδινός)] …   Dictionary of Greek

  • βραδινός — και βραδυνός, ή, ό (Μ βραδινός, ή, όν) 1. ο σχετικός με το βράδυ, αυτός που γίνεται ή παρουσιάζεται κατά το βράδυ 2. το θηλ. ως ουσ. η βραδινή και βραδινιά (Μ βραδινή) το βράδυ 3. το ουδ. ως ουσ. το βραδινό το βράδυ …   Dictionary of Greek

  • βραδινός — ή, ό αυτός που γίνεται, έρχεται, εμφανίζεται το βράδυ: Το βραδινό φαγητό πρέπει να είναι πάντα ελαφρύ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βραδίνοις — βράδινος masc/neut dat pl ῥαδινός slender masc/neut dat pl (aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βράδινε — βράδινος masc voc sg ῥαδινός slender masc voc sg (aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βράδυ — το και βράδι και βραδί (Μ βράδυ και βραδίν) 1. το χρονικό διάστημα από τη δύση του ηλίου ως τον ερχομό της νύχτας, η περίοδος του λυκόφωτος νεοελλ. φρ. α) «πρωί βράδι» διαρκώς β) «άλλα λένε το βραδί κι άλλα κάνουν το ταχύ» ή «άλλα το πρωί κι άλλα …   Dictionary of Greek

  • Aeolic Greek — For the architectural style, see Aeolic order. Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group …   Wikipedia

  • -ινός — κατάλ. πολλών επιθέτων τής ελληνικής η οποία απαντά ήδη από τους ομηρικούς χρόνους και αποτελεί επαυξημένη μορφή τής κατάλ. νος (< IE * no ). Η κατάλ. ινός εμφανίζεται σε επίθετα που προέρχονται από ουσ. ή επιρρ. και σχηματίστηκε με απόσπαση… …   Dictionary of Greek

  • έσπερος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος ή αδελφός του Άτλαντα, πατέρας των Εσπερίδων. Ο Όμηρος τον αναφέρει ως το ωραιότερο από τα άστρα. Τα ονόματα Έ. και Εωσφόρος αφορούν την Αφροδίτη. II Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Παμφυλία… …   Dictionary of Greek

  • αλαργαδινός — ή, ό ο αλαργινός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Επιρρ. αλάργα και παραγωγική κατάλ. –ινός, με συμφυρμό προς τη λ. βραδινός] …   Dictionary of Greek

  • αντικρινός — ή, ό εκείνος που βρίσκεται αντίκρυ, απέναντι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντίκρυ. Η γραφή αντικρινός, με ι , αντί υ (αντικρυνός, πρβλ. και αντικρύζω) οφείλεται σε ορθογραφική εξομοίωση της λ. προς το πλήθος των επιθέτων σε ινός (πρβλ. και βραδινός αντί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”