- βραδυ-δῑνής
βραδυ-δῑνής, ές, langsam wirbelnd, Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βραδυ-δῑνής, ές, langsam wirbelnd, Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταχυδινής — ές, ΜΑ αυτός που περιστρέφεται γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + δινής (< δινῶ «περιστρέφω, στροβιλίζω»), πρβλ. βραδυ δινής] … Dictionary of Greek