- βραδυ-βάμων
βραδυ-βάμων, ον, langsam gehend, Arist. Physiogn. 6, 44 (p. 813).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βραδυ-βάμων, ον, langsam gehend, Arist. Physiogn. 6, 44 (p. 813).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταχυβάμων — και ταχυβήμων, ονος, ό, ἡ, Α ταχυβάδιστος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + βάμων (< βαίνω), πρβλ. βραδυ βάμων] … Dictionary of Greek