βρεφικός

βρεφικός

βρεφικός, kindlich, kindisch, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βρεφικός — ή, ό (AM βρεφικός, ή, όν) αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε βρέφος μσν. το ουδ. ως ουσ. βρεφικόν, το το βρέφος …   Dictionary of Greek

  • βρεφικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο βρέφος: Οι περισσότερες εργαζόμενες αφήνουν το παιδί τους σε βρεφικό σταθμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βρεφικῶν — βρεφικός infantile fem gen pl βρεφικός infantile masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρεφικόν — βρεφικός infantile masc acc sg βρεφικός infantile neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρεφικοῖς — βρεφικός infantile masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρεφικῆς — βρεφικός infantile fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρεφικῇ — βρεφικός infantile fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρεφική — βρεφικός infantile fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρεφικήν — βρεφικός infantile fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρεφικῶς — βρεφικός infantile adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτισμός — Όρος ψυχιατρικός που υποδηλώνει την απώλεια επαφής με την πραγματικότητα ύστερα από κάποια διαταραχή της αισθητικότητας και της θέλησης. Ο α. είναι χαρακτηριστικός στους σχιζοφρενείς και εκδηλώνεται με μια αναδίπλωση στον ίδιο τους τον εαυτό,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”