- βρεφύλλιον
βρεφύλλιον, τό, dim. von βρέφος, Luc. Fugit. 19 u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βρεφύλλιον, τό, dim. von βρέφος, Luc. Fugit. 19 u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βρεφύλλιον — βρεφύλλιον, το (AM) [βρέφος] βρέφος, μωρουδάκι … Dictionary of Greek
βρεφύλλιον — βρέφος babe in the womb neut nom/voc/acc sg βρεφύλλιον neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ύλλιο(ν) — υποκοριστική κατάλ. τής Αρχαίας Ελληνικής που έχει σχηματιστεί από το επίθημα υλ(λ)ος* + κατάλ. ιον (βλ. λ. ιος). Παρ όλα αυτά, δεν μαρτυρείται κανένα παράγωγο σε ύλλιον που να προέρχεται απευθείας από ουσ. σε υλ(λ)ος. Το επίθημα ύλλιον… … Dictionary of Greek
βρέφος — το (AM βρέφος) νεογέννητο παιδί, από τη γέννηση του μέχρι τον 25ομήνα μσν. νεοελλ. φρ. «τὸ Θεῑον Βρέφος» ο Χριστός στην εικόνα της Γέννησης ή όποτε εικονίζεται σε βρεφική ηλικία νεοελλ. άνθρωπος άπειρος, αθώος σαν βρέφος αρχ. 1. το έμβρυο 2.… … Dictionary of Greek
βρεφυλλίοιν — βρέφος babe in the womb neut gen/dat dual βρεφύλλιον neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρεφυλλίοις — βρέφος babe in the womb neut dat pl βρεφύλλιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρεφυλλίου — βρέφος babe in the womb neut gen sg βρεφύλλιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρεφυλλίων — βρέφος babe in the womb neut gen pl βρεφύλλιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρεφυλλίῳ — βρέφος babe in the womb neut dat sg βρεφύλλιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρεφύλλια — βρέφος babe in the womb neut nom/voc/acc pl βρεφύλλιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)