βραχύτης

βραχύτης

βραχύτης, ητος, ἡ, Kürze, μελέτης Thuc. 1, 138; γνώμης, Beschränktheit, 3, 42; Ggstz μῆκος Plat. Polit. 283 c; Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βραχύτης — shortness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχύτησιν — βραχύτης shortness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχύτητα — βραχύτης shortness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχύτητας — βραχύτης shortness fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχύτητες — βραχύτης shortness fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχύτητι — βραχύτης shortness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχύτητος — βραχύτης shortness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχύτητα — η (AM βραχύτης) [βραχύς] 1. η έλλειψη ύψους ή μήκους 2. (για χρόνο) η συντομία 3. το να είναι συλλαβή ή φωνήεν βραχύ αρχ. 1. η στενότητα 2. (για θάλασσα) το να είναι ρηχή 3. η πενία, η απορία …   Dictionary of Greek

  • νοσώδης — ες (ΑΜ νοσώδης, ῶδες) [νόσος] 1. αυτός που προσβάλλεται από αρρώστιες συχνά, φιλάσθενος 2. αυτός που είναι βλαβερός για την υγεία, αυτός που επιφέρει ασθένειες, νοσηρός (α. «νοσώδες κλίμα» β. «ἔνιαι ῥίζαι γλυκεῑαι μέν, θανάσιμοι δὲ καὶ νοσώδεις» …   Dictionary of Greek

  • ԿԱՐՃՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 1075 Chronological Sequence: 8c գ. βραχύτης brevitas. Կարճ գոլն. եւ Սղութիւն. հակակայ երկայնութեան եւ երկարութեան. ... *Կարճութիւն ժամանակի, կամ աւուրց. Խոր. ՟Գ. 1. 51: Յհ. իմ. ատ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”