- βραχύ-σημος
βραχύ-σημος, von wenig Zeitmoren, συλλαβαί Arist. Quint.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βραχύ-σημος, von wenig Zeitmoren, συλλαβαί Arist. Quint.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δίσημος — η, ο (AM δίσημος, ον) 1. (για λέξεις και φράσεις) αυτός που έχει δύο σημασίες, διφορούμενος 2. δίχρονος, αυτός που επιδέχεται δύο σημεία, το μακρό [ ] ή το βραχύ [υ] 3. μσν. νεοελλ. φρ. «δίσημος πους» ρυθμική μονάδα τής βυζαντινής μουσικής που… … Dictionary of Greek