βραχύ-πορος

βραχύ-πορος

βραχύ-πορος, mit kurzem Wege, Plat. Rep. VIII. 546 a; εἴςπλους Plut. Mar. 15; ὄρνις, nicht weit fliegend, Philostr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κροκόδειλοι — Κοινή ονομασία των αντιπροσώπων της τάξης κροκοδείλια. Έχουν όλοι το ίδιο σχήμα σώματος, το οποίο αποτελείται από ένα κεφάλι που βρίσκεται σε οριζόντια θέση μπροστά από το σώμα, τέσσερα κοντά άκρα που εκτείνονται πλευρικά και μία ογκώδη και μυώδη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”