- βραχύ-πνοος
βραχύ-πνοος, kurzathmig, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βραχύ-πνοος, kurzathmig, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θερμοπνοώ — θερμοπνοῶ, έω (Μ) είμαι φλογερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + πνοώ (< πνοος < πνέω), πρβλ. βραχυ πνοώ, ευ πνοώ] … Dictionary of Greek