- βρύξ
βρύξ, βρυχός, ἡ, der Meerschlund, Opp. H. 2, 588.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βρύξ, βρυχός, ἡ, der Meerschlund, Opp. H. 2, 588.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βρύχιος — α, ο (AM βρύχιος, ον και ος, α, ον) αυτός που προέρχεται από το βάθος της θάλασσας. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. βρύχιος, καθώς και τα σύνθετα περιβρύχιος, υποβρύχιος, σχηματίστηκαν από το θέμα της αιτ. εν. υπόβρυχα (Οδ. ε, 319) που είναι ο αρχαιότερος τ.… … Dictionary of Greek
βούρκος — και βούλκος, ο, πληθ. οι βούρκοι και βούλκοι, τα βούρκα και βούλκα και βούλουκα (Μ βοῡρκος, ο) λάσπη, βόρβορος νεοελλ. ηθικός βόρβορος, ανηθικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθανώς < μσν. βούρκος, πιθ. < αρχ. *βρυξ, αιτ. βρύχα «πυθμένας… … Dictionary of Greek