- Εὐρυβατεύομαι
Εὐρυβατεύομαι, wie Eurybatos handeln, Betrügerei treiben, Suid. u. D. L. 4, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Εὐρυβατεύομαι, wie Eurybatos handeln, Betrügerei treiben, Suid. u. D. L. 4, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευρυβατεύομαι — εὐρυβατεύομαι (Α) [Ευρύβατος] συμπεριφέρομαι όπως ο Ευρύβατος, διαπράττω απάτες … Dictionary of Greek
εὐρυβατεύεσθαι — εὐρυβατεύομαι wide stepping pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ευρύβατος ή Ευρυβάτης — (6ος αι. π.Χ.). Περιώνυμος απατεώνας της αρχαιότητας. Στα αρχαία συγγράμματα συγκρίνεται με άλλους ονομαστούς απατεώνες όπως τον Ώλο, τον Σώστρατο και τον Δημοκλείδη. Καταγόταν από την Έφεσο ή την Αίγινα. Ο βασιλιάς Κροίσος της Λυδίας τον έστειλε … Dictionary of Greek