ΕΥΧή

ΕΥΧή

ΕΥΧή, , Gebet, Wunsch u. Gelübde; bei Hom. αὐτὰρ ἐπὴν εὐχῇσι λίσῃ κλυτὰ ἔϑνεα νεκρῶν Od. 10, 526; πρόφρων γε ϑεὰ ὑποδέξεται εὐχάς Hes. Th. 419; ϑεὸς εὔφρων εἴη εὐχαῖς Pind. Ol. 4, 14; τελεῖν τὰς εὐχάς, das Gebet erhören, erfüllen, Aesch. Ag. 947; λέξωμεν ἐπ' Ἀργείοις εὐχὰς ἀγαϑάς Suppl. 621; ἄνακτιλυτηρίους εὐχὰς ἀνάσχου Soph. El. 636; μάταιον εὐχὴν ηὔξω Eur. I. T. 628; εὐχὴ κατὰ χιλίων χιμάρων, Gelübde von 1000 Ziegen, Ar. Equ. 665; εὐχὴ καὶ παιᾶνες Thuc. 7, 75; εὐχὴν ποιεῖσϑαι, εὔχεσϑαι, Plat. Alc. II, 142 e 148 c; εὐχῇ χρῆσϑαι Legg. III, 688 b; ἆρ' οὐκ εὐχὰς εἶναι τοῖς ϑεοῖς VIII, 801 b; εὐχαὶ πρὸς ϑεούς III, 700 b; oft mit ϑυσίαι verbunden; in der Vrbdg πᾶς φοβεῖται καὶ τιμᾷ γονέων εὐχάς, XI, 931 e, ist es Verwünschung und Anwünschung, Fluch u. Segen; Fluch auch Eur. Phoen. 70; πατρίας εὐχὰς εὔχεσϑαι, von den durch den Herold feierlich gesprochenen Gebeten, Aesch. 1, 23. – Uebh. der Wunsch, ἄξια εὐχῆς διαπράττεσϑαι Isocr. 4, 182; 5, 19; κατὰ τὴν τῶν παίδων εὐχήν Plat. Soph. 249 b; κατ' εὐχὴν ποιεῖν τινι, Jem. nach Wunsch handeln. Arist. poet. 13; ἐκ δ' εὐχῆς, nach Wunsch, Theaet. 1 (VI, 357); a. Sp. Bes. aber eitler, leerer Wunsch, im Ggstz des Ausführbaren, oder wirklich Ausgeführten, μὴ εὐχὴ δοκῇ εἶναι ὁ λόγος Plat. Rep. V, 450 d; οὐκ ἄρα ἀδύνατά γε οὐδ' εὐχαῖς ὅμοια ἐνομοϑετοῦμεν 456 c; ὡς ἄλλως εὐχαῖς ὅμοια λέγοντες VI, 499 c; μὴ παντάπασιν ημᾶς εὐχὰς εἰρηκέναι VII, 540 d; πράξεις δυνατὰς μέν, εὐχῇ δ' ὁμοίας Isocr. 5, 118; vgl. Dem. 24, 68.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευχή — ευχή, η και ευκή, η 1. παράκληση, προσευχή του παπά. 2. έκφραση ζωηρής επιθυμίας για κάτι καλό: Το Συμβούλιο της Ευρώπης διατύπωσε την ευχή να ειρηνέψουν τα εμπόλεμα κράτη. 3. επίκληση θείας προστασίας για κάτι: Βόηθα με ευχή της μάνας μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐχῇ — εὐχή prayer fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχή — prayer fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευχή — και ευχή, η (ΑΜ εὐχή) 1. έκφραση ζωηρής επιθυμίας να γίνει κάτι, παράκληση 2. ευλογία («δος μου σέ παρακαλώ με σπλάχνος την ευκή σου», Ερωτόκρ.) νεοελλ. μσν. 1. προσευχή, παράκληση που απευθύνεται στον Θεό με σκοπό ευχαριστήριο, ικετήριο ή… …   Dictionary of Greek

  • εὔχῃ — εὔχομαι pray pres subj mp 2nd sg εὔχομαι pray pres ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάμα — Ευχή προς θεό ή άγιο, η οποία περιέχει υπόσχεση ανταπόδοσης της χάρης με προσφορά αναθήματος ή δουλείας στο ιερό. Τα έθιμα των αρχαίων σχετικά με την ευχή προς το θείο και την προσφορά αναθήματος ή θυσίας μετά από την εκπλήρωσή της, παρέμειναν… …   Dictionary of Greek

  • εὐχῆι — εὐχῇ , εὐχή prayer fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔχηι — εὔχῃ , εὔχομαι pray pres subj mp 2nd sg εὔχῃ , εὔχομαι pray pres ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχαῖς — εὐχή prayer fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχαῖσι — εὐχή prayer fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχαῖσιν — εὐχή prayer fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”