- Βακχεύς
Βακχεύς, ὁ, = Βάκχος, Soph. Ant. 1109; Eur. Bacch. 145 Ion. 218; Beiname des Dionysos bei den Nariern, nach Ath. III, 78 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Βακχεύς, ὁ, = Βάκχος, Soph. Ant. 1109; Eur. Bacch. 145 Ion. 218; Beiname des Dionysos bei den Nariern, nach Ath. III, 78 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Βακχεύς — Βακχεύς, ο (Α) ο Βάκχος … Dictionary of Greek
Βακχεύς — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βακχεύς — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βακχεῖς — Βακχεύς masc acc pl Βακχεύς masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βακχεῦ — Βακχεύς masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βακχᾶς — Βακχεύς masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βακχεῖς — Βακχάω to be in Bacchic frenzy pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) Βακχεύς masc acc pl Βακχεύς masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βακχέως — Βακχέω̆ς , Βακχεύς masc gen sg Βακχεύς masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βακχέως — βακχέω̆ς , Βακχεύς masc gen sg Βακχεύς masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βάκχος — I Προσωνυμία του Διόνυσου. Στη λατινική μυθολογία, ο Β. (Bacchus) αντιπροσωπεύει τη φυτική ζωή και οι γιορτές που γίνονταν προς τιμήν του (Βακχεία) είχαν γνωρίσει εξαιρετική ανάπτυξη. Ρωμαϊκό γλυπτό που εικονίζει τον θεό Βάκχο. Ο Βάκχος σε πίνακα … Dictionary of Greek
Μύκονος — Νησί (85,48 τ.χλμ.) των βορειοανατολικών Κυκλάδων, μεταξύ της Τήνου και της Νάξου. Διοικητικά ανήκει στον νομό Κυκλάδων και αποτελείται από τον δήμο Μυκόνου (9.320 κάτ.) στον οποίο υπάγονται τα δημοτικά διαμερίσματα Μυκονίων (7.929 κάτ.) και Άνω… … Dictionary of Greek