- ΒΛΎω
ΒΛΎω, fut. βλύσω (vgl. βρύω), 1) hervorquellen, überströmen, voll sein, κύλιξ λυαίῳ Maced. 2 (XI, 58); αἷμα δι' ἕλκεος Qu. Sm. 1, 242, u. sonst bei Sp. – 2) ausgießen, Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ΒΛΎω, fut. βλύσω (vgl. βρύω), 1) hervorquellen, überströmen, voll sein, κύλιξ λυαίῳ Maced. 2 (XI, 58); αἷμα δι' ἕλκεος Qu. Sm. 1, 242, u. sonst bei Sp. – 2) ausgießen, Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βλύω — (Α) βλύζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Υστερογενής ενεστώτας του ρ. βλύζω* (πρβλ. βρύω, φλύω)] … Dictionary of Greek
αναβλύω — ἀναβλύω (Α) (για υγρά) 1. αναβλύζω* 2. χύνομαι βράζοντας, ξεχειλίζω 3. βγάζω αφρούς από το στόμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + βλύω (νεώτ. τ. τού ρ. βλύζω* πρβλ. κ. ἀναβλύζω)] … Dictionary of Greek
μούργος — ο (Μ μοῡργος) νεοελλ. 1. μεγαλόσωμος ποιμενικός σκύλος, ιδίως με σκούρο χρώμα 2. ως επίθ. (για πρόσ.) αγριάνθρωπος, αγροίκος μσν. ως επίθ. (για ίππο ή ημίονο) σκούρος, σκοτεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουργός (πρβλ. μούργα < αρχ. ἀμόργη). Κατ άλλους… … Dictionary of Greek
νεόβλυτος — νεόβλυτος, ον (Μ) αυτός που έχει αναβλύσει πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + βλυτός (< βλύω «αναβλύζω»)] … Dictionary of Greek
περιβλύζω — και περιβλύω Α 1. πηγάζω, αναβλύζω ολόγυρα («γῆ... νάμασι περιβλύζουσα» γη που πλημμυρίζει από νερά, Αριστοτ.) 2. συντελώ στο να αναβλύσει κάτι ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + βλύζω / βλύω «κοχλάζω, πλημμυρίζω»] … Dictionary of Greek
συμβλύω — ΜΑ μσν. (για τον χυμό τού δένδρου) αναβλύζω μαζί αρχ. (για αίμα) ρέω ταυτόχρονα με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + βλύω, υστερογενής ενεστ. τού βλύζω] … Dictionary of Greek
gʷel-2, gʷelǝ-, gʷlē- — gʷel 2, gʷelǝ , gʷlē English meaning: to drip, flow; to throw Deutsche Übersetzung: a) “herabträufeln, ũberrinnen, quellen”; b) “werfen”, presumably to vereinigen under “fallen lassen”, intr. “herabfallen” Note: after Wackernagel … Proto-Indo-European etymological dictionary