- ψῦξις
ψῦξις (nicht ψύξις zu betonen), ἡ, Kühlung, Abkühlung, Erkältung, Plat. Tim. 26 c 85 d, Ggstz ϑερμότης Epin. 988 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψῦξις (nicht ψύξις zu betonen), ἡ, Kühlung, Abkühlung, Erkältung, Plat. Tim. 26 c 85 d, Ggstz ϑερμότης Epin. 988 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψῦξις — a cooling fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψύξις — ψύ̱ξῑς , ψῦξις a cooling fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψῦξιν — ψῦξις a cooling fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψύξει — ψύ̱ξει , ψύχω Phdr.. aor subj act 3rd sg (epic) ψύ̱ξει , ψύχω Phdr.. fut ind mid 2nd sg ψύ̱ξει , ψύχω Phdr.. fut ind act 3rd sg ψύ̱ξει , ψῦξις a cooling fem nom/voc/acc dual (attic epic) ψύ̱ξεϊ , ψῦξις a cooling fem dat sg (epic) ψύ̱ξει , ψῦξις a … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψύξεις — ψύ̱ξεις , ψύχω Phdr.. aor subj act 2nd sg (epic) ψύ̱ξεις , ψύχω Phdr.. fut ind act 2nd sg ψύ̱ξεις , ψῦξις a cooling fem nom/voc pl (attic epic) ψύ̱ξεις , ψῦξις a cooling fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετάψυξις — μετάψυξις, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μεταπνοή», ανάκτηση τής αναπνοής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ψῦξις, κατά τον Ησύχ. «πνοή»] … Dictionary of Greek
συμπαροδεύω — Α [παροδεύω] 1. προχωρώ συγχρόνως, συμβαδίζω 2. συνοδεύω, συνυπάρχω («ψύξις συμπαροδεύει τῇ ἀπεψίᾳ», Ηρόδ. Ιατρ.) … Dictionary of Greek
συμπαχύνω — Α 1. συμπυκνώνω («ψῡξις γενομένη συνεπάχυνε τὸ γάλα», Ιπποκρ.) 2. παθ. συμπαχύνομαι αυξάνομαι, μεγαλώνω συγχρόνως («τῇ σελήνῃ ὁ αἴλουρος συμπαχύνεται», Δημήτρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παχύνω «ενισχύω, δυναμώνω, συμπυκνώνω»] … Dictionary of Greek
ψύξη — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται οι σωματικές βλάβες, που προκαλούνται από το ψύχος. Οι βλάβες αυτές διακρίνονται σε τοπικές και σε γενικές. Οι πρώτες λέγονται συνήθως χείμεθλα ή κρυοπαγήματα. Είναι πολύ δύσκολο να προσδιοριστεί μέχρι ποιο βαθμό… … Dictionary of Greek
ψύξεσι — ψύ̱ξεσι , ψῦξις a cooling fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψύξεσιν — ψύ̱ξεσιν , ψῦξις a cooling fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)