ψῦγμα

ψῦγμα

ψῦγμα, τό, 1) die Abkühlung. – 2) Ales was kühlt, a) ein kühlendes Heilmittel, ein kühlender Umschlag, Hippocr. – b) ein Fächer, Fliegenwedel, Clearch. bei Ath. VI, 257 b. – 3) kalte, frostige Behandlung, Aufnahme, Ios.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ψύγμα — ψυγμα a means of cooling neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψύγμα — ύγματος, τό, Α [ψύχω (II)] 1. καθετί που επιφέρει ελάττωση τής θεμοκρασίας και ψύξη 2. εισπνοή, ανάσα 3. μτφ. ψυχρή συμπεριφορά …   Dictionary of Greek

  • ψύγμασι — ψυγμα a means of cooling neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψύγματα — ψυγμα a means of cooling neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψύγματος — ψυγμα a means of cooling neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”