- ψῡχήϊος
ψῡχήϊος, beseelt, belebt, lebendig, Luc. vit. auct. 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψῡχήϊος, beseelt, belebt, lebendig, Luc. vit. auct. 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψυχήϊος — ηΐη, ον, Α ιων. τ. προικισμένος με ψυχή, ζωντανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + κατάλ. ήϊος (πρβλ. πολεμ ήϊος)] … Dictionary of Greek
ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… … Dictionary of Greek