- ψῡχώτρια
ψῡχώτρια, ἡ, die Abkühlende, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψῡχώτρια, ἡ, die Abkühlende, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψυχώτρια — η, ΝΜ εμψυχώτρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχῶ / ώνω + επίθημα τρια (πρβλ. μισθώ τρια)] … Dictionary of Greek