- ψίαξ
ψίαξ, ᾱκος, ἡ, dor. = ψιάς, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψίαξ, ᾱκος, ἡ, dor. = ψιάς, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψίαξ — ακος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ψιάς». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψι τού ψιάς* «σταγόνα» με επίθημα αξ, ακος (πρβλ. πίν αξ)] … Dictionary of Greek
ψίακα — ψίαξ drop masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιακί — και ψιάκι και ψακί, το, Ν δηλητήριο, φαρμάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. *ψιάκιον, υποκορ. τού αρχ. ψίαξ*, ακος] … Dictionary of Greek
Ιλίνος — (6ος αι. π.Χ.). Αθηναίος αγγειοπλάστης. Σώζονται δύο αλάβαστρά του με τις υπογραφές «Ιλίνος εποίησεν και Ψίαξέγραψεν». Ο Ψίαξ ήταν ζωγράφος που εργάστηκε στο εργαστήριο του Ι. Το ένα από τα αλάβαστρα αυτά βρέθηκε στην Αθήνα και φυλάσσεται στο… … Dictionary of Greek