- ψίεθος
ψίεθος, ὁ, ἡ, ion. u. bei sp. Schriftstellern = ψίαϑος, s. Lob. Phryn. 309.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψίεθος, ὁ, ἡ, ion. u. bei sp. Schriftstellern = ψίαϑος, s. Lob. Phryn. 309.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψίεθος — ὁ, ἡ, Α ιων. τ. βλ. ψίαθος … Dictionary of Greek
ψίαθος — η, ΝΜΑ, και ψίεθος και ως αρσ. ψίαθος, ὁ, Α (λόγιος τ.) ψάθα αρχ. 1. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ χαμεύνη και τὸ φυτὸν ἐξ οὗ πλέκεται ψίαθος» 2. παροιμ. «ἐκ τῆς αὐτῆς ψιάθου γεγονώς» λεγόταν για άνθρωπο που βρισκόταν στην ίδια κατάσταση με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek