ψέφας

ψέφας

ψέφας, τό, wie ψέφος, Dunkelheit, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ψέφας — αος, και ψέφος, ους, τὸ, Α ο ζόφος, το σκοτάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για αρχαϊκού τύπου ουδ., που ανάγεται σε αρχικό τ. *ψέφαρ, όπως υποδηλώνει το παράγωγο ψεφαρός (πρβλ. γέρας). Κατά μία άποψη, το ουδ. ψέφας, όπως και τα συνώνυμα… …   Dictionary of Greek

  • δνόφος — δνόφος, ο (Α) σκοτάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η ομοιότητα με τα ζόφος, κνέφας, ψέφας πιθ. δεν είναι συμπτωματική. ΠΑΡ. αρχ. δνόφεος, δνοφερός, δνοφόεις, δνοφούμαι, δνοφώδης] …   Dictionary of Greek

  • κνέφας — κνέφας, ους και ατος, τὸ (Α) 1. σκότος, σκοτάδι 2. το λυκόφως, το σούρουπο ή η αυγή, τα χαράματα (α. δύῃ τ ἠέλιος καὶ ἐπὶ κνέφας ἱερὸν ἔλθη», Ομ. Ιλ. β. «πρῲ πάνυ τοῡ κνέφους», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ανάγεται σε ΙΕ… …   Dictionary of Greek

  • ψάφα — Α (κατά τον Ησύχ.) «κνέφας». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. ψέφας*] …   Dictionary of Greek

  • ψέφος — ους, τὸ, Α βλ. ψέφας …   Dictionary of Greek

  • ψέφω — Α (κατά τον Ησύχ.) 1. «δέδοικα, λυπῶ, φροντίζω» 2. «ψέφει ἐντρέπει». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση τού τ. τόσο με τη λ. ψόφος «κρότος, θόρυβος» όσο και με τη λ. ψέφας «σκοτάδι», παρ ότι δεν γεννά μορφολογικά προβλήματα, προσκρούει σε… …   Dictionary of Greek

  • ψεφάσθαι — Α [ψέφας] (κατά τον Ησύχ.) «τὸ μεταμελεῑσθαι καὶ οἷον σκότος περιτιθέναι τοῑς λεγομένοις» …   Dictionary of Greek

  • ψεφαίος — αία, ον, Α ψεφαρός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψέφας «σκοτάδι» + κατάλ. αῖος (πρβλ. μοιρ αίος)] …   Dictionary of Greek

  • ψεφαρός — ά, όν, Α σκοτεινός, θολός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψέφας* «σκοτάδι», μέσω αμάρτυρου αρχικού τ. *ψέφαρ (πρβλ. γεραρός)] …   Dictionary of Greek

  • ψεφαυγής — ές, Α σκοτεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψέφας «σκοτάδι» + αυγής (< αὐγή), πρβλ. χρυσ αυγής] …   Dictionary of Greek

  • ψεφηνός — ή, όν, Α μτφ. (για πρόσ.) αμυδρός, άγνωστος, ταπεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψέφας «σκοτάδι» + κατάλ. ηνός (πρβλ. χαλικ ηνός). Ο τ. έχει διορθωθεί σε ψεφεννός (< *ψεφεσνός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”