ψέφω

ψέφω

ψέφω, verdunkeln, verfinstern, nur bei Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ψέφω — Α (κατά τον Ησύχ.) 1. «δέδοικα, λυπῶ, φροντίζω» 2. «ψέφει ἐντρέπει». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση τού τ. τόσο με τη λ. ψόφος «κρότος, θόρυβος» όσο και με τη λ. ψέφας «σκοτάδι», παρ ότι δεν γεννά μορφολογικά προβλήματα, προσκρούει σε… …   Dictionary of Greek

  • καταψέφω — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κατασκοτίζω». [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ψέφω (< ψέφως «σκότος»). Αβέβαιη η σύνδεση τού β συνθετικού με το ρ. ψέφω «φροντίζω» που εμφανίζεται ως β συνθετικό στο ρ. μεταψέφω «αλλάζω γνώμη»] …   Dictionary of Greek

  • μεταψέφω — (Α) (κατά τον Ησύχ.) 1. «μεταβουλεύομαι» 2. (απρμφ.) «μεταψέφειν μεταμελεῑσθαι». [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ψέφω «είμαι φοβισμένος, ανήσυχος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”