ψάμμος

ψάμμος

ψάμμος, , bei Archimed. immer , 1) der Sand, die lockere Erde, die sich leicht aufscharren, aufkratzen (ψάω) läßt; Hom. nur einmal, Od. 12, 243; Her. oft u. Folgde; ψάμμου ἀριϑμὸν πέφευγεν Pind. Ol. 2, 108; παραλία Aesch. Prom. 573. – 2) alles dem Sande Aehnliche, Lockere, Kleingeriebene, Staub, Pulver, Mehl, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ψάμμος — sand fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψάμμος — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. ψάμμη και δωρ. τ. ψάμμα και ως αρσ. ψάμμος, ὁ και αιολ. τ. ψόμμος, ὁ, Α η άμμος νεοελλ. 1. ιατρ. η αμμώδης υποστάθμη στα ούρα τών πασχόντων από ψαμμίαση 2. φρ. «ψάμμος τού εγκεφάλου» ανατ. συγκρίματα με διαστάσεις κόκκων άμμου …   Dictionary of Greek

  • ψάμμοι — ψάμμος sand fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψάμμοις — ψάμμος sand fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψάμμοισι — ψάμμος sand fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψάμμον — ψάμμος sand fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψάμμου — ψάμμος sand fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψάμμους — ψάμμος sand fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψάμμων — ψάμμος sand fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψάμμῳ — ψάμμος sand fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμμος — Ιζηματογενής σχηματισμός που αποτελείται από θραύσματα ορυκτών με κύριο χαρακτηριστικό την έλλειψη συνοχής. Ο σχηματισμός της ά. οφείλεται στη διαβρωτική ενέργεια των θαλασσών, των ανέμων, των ποταμών και των παγετώνων. Η ά. ταξινομείται ανάλογα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”