- ψάμμη
ψάμμη, ἡ, seltnere Form von ψάμμος, Sand, zuerst bei Her. 4, 181 (der sonst immer ψάμμος sagt); dor. ψάμμα, Ar. Lys. 1261, οὐκ ἐλάσσους ἄνδρες τᾶς ψάμμας.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψάμμη, ἡ, seltnere Form von ψάμμος, Sand, zuerst bei Her. 4, 181 (der sonst immer ψάμμος sagt); dor. ψάμμα, Ar. Lys. 1261, οὐκ ἐλάσσους ἄνδρες τᾶς ψάμμας.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψάμμη — ἡ, Α ιων. τ. βλ. ψάμμος … Dictionary of Greek
ψαμμῶν — ψάμμη fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψάμμης — ψάμμη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψάμμας — ψάμμᾱς , ψάμμη fem acc pl ψάμμᾱς , ψάμμη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψάμμος — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. ψάμμη και δωρ. τ. ψάμμα και ως αρσ. ψάμμος, ὁ και αιολ. τ. ψόμμος, ὁ, Α η άμμος νεοελλ. 1. ιατρ. η αμμώδης υποστάθμη στα ούρα τών πασχόντων από ψαμμίαση 2. φρ. «ψάμμος τού εγκεφάλου» ανατ. συγκρίματα με διαστάσεις κόκκων άμμου … Dictionary of Greek