- ψοθάλλω
ψοθάλλω, = ψοφέω, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψοθάλλω, = ψοφέω, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψοθάλλω — Α (κατά τον Ησύχ.) παράγω υπόκωφο θόρυβο, ψοφῶ* (Ι). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. συνδέεται με το επιφώνημα ψό* και τον τ. ψόθος (ΙΙ) «θόρυβος» και έχει σχηματιστεί με ένθημα αλ και ενεστ. επίθημα jω (πρβλ. ψαθ άλ λω)] … Dictionary of Greek