- ψηλάφημα
ψηλάφημα, τό, Berührung, Betastung, Xen. conv. 8, 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψηλάφημα, τό, Berührung, Betastung, Xen. conv. 8, 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψηλάφημα — touch neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψηλάφημα — το, ΝΑ [ψηλαφώ] 1. η ψηλάφηση 2. θωπεία, χάιδεμα … Dictionary of Greek
ψηλαφήματα — ψηλάφημα touch neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψηλαφήματος — ψηλάφημα touch neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδιαψηλάφημα — ήματος, τὸ, Α προκαταρκτικό ψηλάφημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διά + ψηλάφημα (< ψηλαφῶ «αγγίζω, πιάνω, χαϊδεύω»)] … Dictionary of Greek
CHEMOSH — Moabitarum numen. Ierem. c. 48. v. 46. Χαμῶς LXX. interpretes vocant; et nomine tantummodo a Phegorio Deo hunc distare sentit D. Hieronymus. Philo Iudaeus, Allegor. 2. Χαμὼς ἑρμηνεύεται ὡς ψηλάφημα, quod caecorum fere proprium. Sane mosch est… … Hofmann J. Lexicon universale
ευάφεια — εὐάφεια, ιων. τ. εὐαφίη, ἡ (Α) [ευαφής] η απαλότητα στην αφή, το μαλακό ψηλάφημα («ἵνα κόσμος ἔχῃ ἡ στρῶσις καὶ εὐάφειαν», Ορειβ.) … Dictionary of Greek
προψηλάφημα — ατος, τὸ, Α μουσ. προοίμιο, προανάκρουσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ψηλάφημα «άγγιγμα» (< ψηλαφῶ)] … Dictionary of Greek
ψαύση — η / ψαῡσις, αύσεως, ΝΑ [ψαύω] η ενέργεια τού ψαύω, άγγιγμα, επαφή, ελαφρό ψηλάφημα αρχ. ερωτικό χάδι, θωπεία … Dictionary of Greek