ψηφίς

ψηφίς

ψηφίς, ῖδος, ἡ, 1) ein kleiner Stein, ein Kiesel, Il. 21, 260. – 2) ein Edelstein im Ringe, Long. – 3) ein Steinchen zum Zählen, Rechnen, wie zum Stimmen, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ψηφίς — ψηφί̱ς , ψηφίς small pebble fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψηφίς — ῑδος, ἡ, ΜΑ βλ. ψηφίδα …   Dictionary of Greek

  • ψηφῖδα — ψηφίς small pebble fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψηφῖδας — ψηφίς small pebble fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψηφῖδες — ψηφίς small pebble fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψηφῖδι — ψηφίς small pebble fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψηφῖδος — ψηφίς small pebble fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψηφῖσι — ψηφίς small pebble fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψηφῖσιν — ψηφίς small pebble fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψηφίδα — η / ψηφίς, ῑδος, ΝΜΑ μικρό τεμάχιο πέτρας που χρησιμοποιείται για την κατασκευή ψηφιδωτών νεοελλ. (πετρογρ.) ιζηματογενές τεμαχίδιο που κατατάσσεται στους ρουδίτες και είναι περισσότερο γνωστό με την ονομασία χάλικας αρχ. 1. (γενικά) κομματάκι… …   Dictionary of Greek

  • μελαμψήφις — μελαμψήφις, ιδος, ό, ἡ (Α) (για ποταμό) αυτός που έχει μαύρα χαλίκια, σκούρα πετράδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + ψηφίς, ίδος (< ψῆφος), πρβλ. ευ ψήφις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”