- ψοφο-μήδης
ψοφο-μήδης, ες, auf Geräusch sinnend, Lärm verursachend, Beiwort des Bacchus, Hymn. (IX, 524).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψοφο-μήδης, ες, auf Geräusch sinnend, Lärm verursachend, Beiwort des Bacchus, Hymn. (IX, 524).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θρασυμήδης — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ήταν γιος του Νέστορα, με τον οποίο εκστράτευσε στην Τροία. Στην Πύλο τον τιμούσαν ως ήρωα. Ο τάφος του βρισκόταν κοντά στον τάφο του πατέρα του. II (4ος αι. π.Χ.). Γλύπτης. Καταγόταν από… … Dictionary of Greek
σκοτομήδης — ὁ, Μ άτομο με σκοτεινές σκέψεις, δόλια και πονηρά διαλογιζόμενο, πανούργο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + μήδης (< μήδομαι «ετοιμάζω, σχεδιάζω»), πρβλ. ψοφο μήδης] … Dictionary of Greek