προ-εικάζω

προ-εικάζω

προ-εικάζω, vorher vermuthen, Arist. rhet. 1, 3.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • προεικάζω — ΝΑ εικάζω κάτι εκ τών προτέρων, προμαντεύω («τὰ γενόμενα ἀναμιμνήσκοντες καὶ τὰ μέλλοντα προεικάζοντες», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + εἰκάζω «συμπεραίνω»] …   Dictionary of Greek

  • προϋποτοπώ — έω, Α εικάζω, υποψιάζομαι προηγουμένως κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ὑποτοπῶ «εικάζω, υπονοώ, υποψιάζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • προκαταστοχάζομαι — Α 1. στοχάζομαι εκ τών προτέρων 2. αποβλέπω σε κάτι εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταστοχάζομαι «εικάζω, στοχεύω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”