- προ-εκ-κομίζω
προ-εκ-κομίζω, vorher heraustragen, -schaffen; Her. 2, 63; Plut. Timol. 37.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-εκ-κομίζω, vorher heraustragen, -schaffen; Her. 2, 63; Plut. Timol. 37.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek