ψαλμικός

ψαλμικός

ψαλμικός, vom Psalme, zum Psalme gehörig, wie ein Psalm, auch adv., Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ψαλμικός — ή, ό / ψαλμικός, ή, όν, ΝΜ [ψαλμός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ψαλμούς («ψαλμικός τόνος») μσν. αυτός που μοιάζει με ψαλμό. επίρρ... ψαλμικώς / ψαλμικῶς, ΝΜ, και ψαλμικά Ν με ψαλμούς …   Dictionary of Greek

  • πρόκειμαι — ΝΜΑ [κεῑμαι] 1. κείμαι, έχω τεθεί μπροστά από κάποιον ή κάτι 2. (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) το προκείμενων) α) (σχετικά με λόγο) το θέμα που βρίσκεται υπό συζήτηση («ελάτε στο προκείμενο») β) (λειτ.) ψαλμικός στίχος που προτάσσεται από έναν ψαλμό και… …   Dictionary of Greek

  • ՍԱՂՄՈՍԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0690 Chronological Sequence: Early classical, 8c, 11c ա. ψαλμικός psalmicus. Սապհական սաղմոսաց. *Սաղմոսականին սրբազնաբանութեան: Սաղմոսականցն սրբազնաբանութեանց. Դիոն. եկեղ.: *ի սաղմոսական երգոց: Սաղմոսական երգն. Լաստ.: *Ի դաւթեան… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՍԱՂՄՈՍԱՆՈՒԱԳ — (ի, աց.) NBH 2 0690 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 11c, 14c ա.գ. ψαλτῳδός, ψαλμῳδός psalmorum cantor. Որ նուագէ զսաղմոս. սաղմոսերգու, եւ հարկանօղ զսաղմոսարան հանդերձ երգով. եբր. միզրէր. տես ՟Ա. Մնաց. ՟Զ. 33: ՟Թ. 33:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”