- ψαλακτός
ψαλακτός, adj. verb. von ψαλάσσω, berührt, zu berühren.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψαλακτός, adj. verb. von ψαλάσσω, berührt, zu berühren.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψαλακτόν — ψαλακτός to be touched masc acc sg ψαλακτός to be touched neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορθοψάλακτος — ὀρθοψάλακτος, ον (Α) ηχηρός, βροντώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρθ(ο) * + ψάλακτος (< ψαλάσσω «αγγίζω, δονώ»), πρβλ. απο ψάλακτος] … Dictionary of Greek
τσαλακώνω — Ν 1. διπλώνω κάτι πρόχειρα έτσι ώστε να σχηματίσει ζάρες, ζαρώνω, σουφρώνω («αφού τσαλάκωσε το χαρτί, τό πέταξε») 2. μτφ. εξευτελίζω, καταρρακώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, το ρ. τσαλακώνω συνδέεται με το ρ. ψαλάσσω «αγγίζω ελαφρά» και έχει… … Dictionary of Greek