- ψαθαρός
ψαθαρός, = ψαδαρός, Hes.; Ion bei Poll. 10, 177 vom νάρϑηξ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψαθαρός, = ψαδαρός, Hes.; Ion bei Poll. 10, 177 vom νάρϑηξ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψαθαρός — όν, Α βλ. ψαθυρός … Dictionary of Greek
ψαθυρός — ή, ό / ψαθυρός, όν, ΝΑ, και ψαθαρός και αττ. τ. ψαδυρός, όν, Α αυτός που εύκολα θρυμματίζεται, εύθρυπτος, εύθραυστος νεοελλ. φολιδωτός αρχ. 1. (για υγρά) αυτός που έχει μικρή πυκνότητα 2. (για αέρα) αραιός. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίθ. σχηματισμένο με επίθημα… … Dictionary of Greek