ψαθύριον

ψαθύριον

ψαθύριον, τό, = Folgdm, bei Ath. XIV, 646 c Erkl. von ψωϑίον.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ψαθύριον — τὸ, ΜΑ [ψαθυρός] είδος εύθρυπτης πίτας αρχ. μικρό τεμάχιο, ψίχουλο …   Dictionary of Greek

  • ψαθύρια — ψαθύριον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαθούρι — το, Ν είδος γλυκίσματος από μικρά κομμάτια λεπτής ζύμης, τα οποία, αφού τά τηγανίσουν σε καυτό λάδι, τά αλείφουν με ζάχαρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ψαθύριον «είδος εύθρυπτης πίτας» (< ψαθυρός). Στον τ. ψαθούρι, το υ εμφανίζει την αρχ. προφορά του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”