ψιθύρισμα

ψιθύρισμα

ψιθύρισμα, τό, das Gezischel, Gelispel, Geflüster; ναυτικόν Antiphil. 44 (IX, 546); Ohrenbläserei, heimliche Verleumdung (?); – das Gesäusel der Bäume, Theocr. 1, 1.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ψιθύρισμα — whispering neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιθύρισμα — το, ατος το να ψιθυρίζει κάποιος, ο ψίθυρος, το μουρμούρισμα: Οι καθηγητές ενοχλούνται και με το παραμικρό ψιθύρισμα μέσα στην τάξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψιθύρισμα — το, ΝΜΑ [ψιθυρίζω] ψίθυρος …   Dictionary of Greek

  • ψιθυρισμάτων — ψιθύρισμα whispering neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιθυρίσμασιν — ψιθύρισμα whispering neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιθυρίσματι — ψιθύρισμα whispering neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακρόαση — Το να ακούει κανείς προσεκτικά κάποιον που μιλάει (από το ρήμα ακροάομαι ώμαι). Σημαίνει επίσης την υποδοχή, σε προκαθορισμένο χρόνο, από μια αρχή, πρόεδρο, υπουργό, διευθυντή κλπ. ενός προσώπου που θέλει να υποβάλει μια αίτηση, παράπονα κλπ.… …   Dictionary of Greek

  • ψιθυρισμός — ο, ΝΜΑ [ψιθυρίζω] ψιθύρισμα αρχ. 1. συκοφαντία («καταλαλιαί, ψιθυρισμοί, φυσιώσεις», ΚΔ) 2. φυλακτήριο ή μαγικό μέσο που αποκτά μαγική δύναμη με ψιθύρισμα 3. κροτάλισμα …   Dictionary of Greek

  • θρους — ο (ΑΜ θροῡς, Α και θρόος) νεοελλ. χαμηλός αλλά συνεχής θόρυβος, το θρόισμα, το ψιθύρισμα μσν. αρχ. θόρυβος, κραυγή αρχ. 1. (για δυσαρεστημένο πλήθος) μουρμούρισμα 2. φήμη, διάδοση 3. ο μουσικός ήχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρέομαι. ΣΥΝΘ. (Β συνθετικό) αρχ …   Dictionary of Greek

  • θρόισμα — το [θροΐζω] ασθενής αλλά συνεχής θόρυβος, ψιθύρισμα («το θρόισμα τών φύλλων») …   Dictionary of Greek

  • μουρμούρα — Ψάρι γνωστό και με την επιστημονική ονομασία πάγελλος ο μόρμυρος, που ανήκει στην οικογένεια των σπαριδών. Έχει σώμα ωοειδές, πεπιεσμένο στα πλάγια και μεγάλα πτερύγια, από τα οποία το ραχιαίο αποτελείται από δύο τμήματα, το μπροστινό (που είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”