ψιθύρα

ψιθύρα

ψιθύρα, , ein libysches viereckiges Instrument, Poll. 4, 60, einerlei mit ἄσκαρος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ψιθύρα — ψιθύρᾱ , ψιθύρα fem nom/voc/acc dual ψιθύρᾱ , ψιθύρα fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιθύρα — ἡ, Α λιβυκό ή θρακικό μουσικό όργανο με τετράγωνο σχήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. που στην Ελληνική έχει σχηματιστεί πιθ. κατ επίδραση τού ρ. ψιθυρίζω, με το οποίο και έχει συνδεθεί παρετυμολογικά. Στον σχηματισμό τής λ. έχουν παίξει ρόλο πιθ. και τα… …   Dictionary of Greek

  • ψίθυρα — ψίθυρος whispering neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιθύραν — ψιθύρᾱν , ψιθύρα fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηλίκια — Απόδοση της λατινικής λέξης delicia ή deliciae, που αναφερόταν στα παιδιά που χρησίμευαν ως ζωντανός διάκοσμος ή για διασκέδαση των γυναικών. Το έθιμο μεταφέρθηκε από την αρχαία Ρώμη στην Αλεξάνδρεια, όπου η Κλεοπάτρα είχε στην ακολουθία της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”