ψεδνότης, ητος, ἡ, Kahlheit, Adamant. physiogn. 2, 26.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψεδνότης — baldness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψεδνότης — ητος, ἡ, Α [ψεδνός] (για πρόσ.) φαλακρότητα … Dictionary of Greek