- ψιδνός
ψιδνός, auch ψιγνός, und
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψιδνός, auch ψιγνός, und
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψεδνός — ή, όν, Α 1. αραιός ή λίγος («ψεδναὶ χαῑται», Ανθ. Παλ.) 2. (για πρόσ.) φαλακρός 3. (για γη) γυμνός, άδενδρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίθ. σχηματισμένο με επίθημα δνός (πρβλ. γοε δνός, κε δνός, μακε δνός), άγνωστης ετυμολ. Η προσπάθεια ορισμένων, με βάση τη… … Dictionary of Greek