- ψύττα
ψύττα, = ψίττα, Eur. Cycl. 49, s. ψίττα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψύττα, = ψίττα, Eur. Cycl. 49, s. ψίττα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψύττα — και ψίττα, ἡ, Α βλ. σίττα … Dictionary of Greek
σίττα — (I) και ψίττα και ψύττα Α επιφώνημα τών βοσκών με το οποίο οδηγούσαν τα ποίμνια (α. «οὐκ ἀπὸ τᾱς κράνας σίττ , ἀμνίδες», Θεόκρ. β. «σίτθ , ἀ Κυμαίθα, ποτὶ τὸν λόφον», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ.]. (II) και λόγιος τ. σίττη, η, Ν ζωολ.… … Dictionary of Greek
ψίττα — και ψύττα, Α βλ. σίττα (Ι) … Dictionary of Greek