- ψύττω
ψύττω, dor. statt πτύω, spucken.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψύττω, dor. statt πτύω, spucken.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψύττω — Α βλ. φτύνω … Dictionary of Greek
φτύνω — πτύω, ΝΜΑ, και λόγιος τ. πτύω και φτυώ και φτω Ν, και κατά τον Ησύχ. ψύττω Α 1. βγάζω από το στόμα μου σάλιο, εκπτύω, αποπτύω (α. «φτυούνε τα χείλη σαν από φαρμάκι», Σολωμ. β. «καὶ πτύσας ἥψατο τῆς γλώσσης αὐτοῡ», ΚΔ) 2. (γενικά) βγάζω από το… … Dictionary of Greek
ψυττόν — τὸ, Α [ψύττω] (κατά τον Ησύχ.) πτύελο, απόχρεμμα … Dictionary of Greek