ψόλος

ψόλος

ψόλος, , Ruß, Rauch, Dampf, bes. ein färbender, nicht zündender Blitz (vgl. ψόϑος, σποδός), Ggstz von αἰϑός, Nic. Th. 288, wo der Schol. zu vgl., der aus Aesch. frg. 20 anführt ἐπιβωμίῳ ψόλῳ. S. auch Arist. meteor. 3, 1.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ψόλος — soot masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψόλος — ὁ, Α 1. αιθάλη, καπνός 2. (κατά τον Ησύχ.) «φλόξ». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με το επιφώνημα ψό* και έχει σχηματιστεί με επίθημα λος (πρβλ. ἄσβο λος, αἴθα λος, θο λός)] …   Dictionary of Greek

  • ψόλον — ψόλος soot masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψόλῳ — ψόλος soot masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψολοκομπία — ἡ, Α (κωμική λ.) μεγαλαυχία, καυχησιολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψόλος «καπνός» + κόμπος + κατάλ. ία] …   Dictionary of Greek

  • ψολόεις — εσσα, εν, Α 1. (συν. για τον κεραυνό) γεμάτος καπνιά, αιθαλώδης 2. μαυροκίτρινος 3. (ανώμαλος τ. πληθ. ως ουσ.) oἱ Ψολόεις άνδρες που πενθούσαν κατά τη διάρκεια τελετουργίας στον Ορχομενό τής Βοιωτίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψόλος «καπνός» + κατάλ. όεις*] …   Dictionary of Greek

  • ψό — ΜΑ επιφώνημα που δήλωνε αηδία, αποστροφή ή αγανάκτηση αρχ. ποιμενικό επίφθεγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Επιφώνημα δηλωτικό αηδίας, αγανάκτησης, αποδοκιμασίας, που χρησιμοποιήθηκε στον σχηματισμό πολλών τ. με σημ. «ψώρα, ακαθαρσία, αιθάλη» (πρβλ. ψώα, ψόλος,… …   Dictionary of Greek

  • ψόμμος — (I) ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀκαθαρσία». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. ψόλος (Ι) και έχει σχηματιστεί πιθ. αναλογικά προς τη λ. ψάμμος]. (II) ὁ, Α (αιολ. τ.) βλ. ψάμμος …   Dictionary of Greek

  • ՓՈՒԼՈՍ — ( ) NBH 2 0959 Chronological Sequence: 6c գ. Բառ յն. որ գրելի՛ է Փսոլոս. ψόλος fumus, fuligo ψολόεις, όεν fumidus, fumosus, um. Ծուխ. մուխ. կամ Ծխաբեր. միոտ. *Յայսպիսի ամպահարութեանցս՝ որմոխրատեսակ փոշի բերեն, փուլոսք անուանին. Արիստ. աշխ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ψόλωι — ψόλῳ , ψόλος soot masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”