- ψόθος
ψόθος, 1) = ψόφος, ϑόρυβος (vgl. ϑήρ u. φήρ), VLL. – 2) = ψόλος, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψόθος, 1) = ψόφος, ϑόρυβος (vgl. ϑήρ u. φήρ), VLL. – 2) = ψόλος, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψόθος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψόθος — (I) και ψοῑθος, ὁ, Α 1. (κατά το λεξ. Σούδα) α) αιθάλη, καπνός β) ρύπος, ακαθαρσία 2. (μόνον ο τ. ψοῑθος) (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν, τον Φώτ. και το λεξ. Σούδα) σποδός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το επιφώνημα ψό* και εμφανίζει το ίδιο δασύ… … Dictionary of Greek
ψόθον — ψόθος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψόθου — ψόθος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψό — ΜΑ επιφώνημα που δήλωνε αηδία, αποστροφή ή αγανάκτηση αρχ. ποιμενικό επίφθεγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Επιφώνημα δηλωτικό αηδίας, αγανάκτησης, αποδοκιμασίας, που χρησιμοποιήθηκε στον σχηματισμό πολλών τ. με σημ. «ψώρα, ακαθαρσία, αιθάλη» (πρβλ. ψώα, ψόλος,… … Dictionary of Greek
ψοίθος — ὁ, Α βλ. ψόθος (Ι) … Dictionary of Greek
ψοθάλλω — Α (κατά τον Ησύχ.) παράγω υπόκωφο θόρυβο, ψοφῶ* (Ι). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. συνδέεται με το επιφώνημα ψό* και τον τ. ψόθος (ΙΙ) «θόρυβος» και έχει σχηματιστεί με ένθημα αλ και ενεστ. επίθημα jω (πρβλ. ψαθ άλ λω)] … Dictionary of Greek
ψοθόκη — Α (κατά τον Ηρωδιαν.) «ακαθαρσία». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. ψόθος (Ι)] … Dictionary of Greek
ψοθώ — έω, Α [ψόθος (II)] παράγω θόρυβο, ψοφῶ* (Ι) … Dictionary of Greek
ψοθώα — ἡ, ΜΑ ακαθαρσία. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. ψόθος (Ι)] … Dictionary of Greek
ψοιθός — ή, όν, Α (για ζώο) σταχτής. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. ψόθος (Ι) «αιθάλη, καπνός»] … Dictionary of Greek