χῡμεύω

χῡμεύω

χῡμεύω, vermischen, vermengen, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • финифть — ж., род. п. и эмаль для покрытия металлических изделий , диал. финисты мн. украшение из финифти или эмали , арханг. (Подв.), др. русск. финиптъ (Ипатьевск. летоп.), химипетъ (приписка в Мстиславовом еванг. после 1115 г.; см. Соболевский, Лекции… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Финифть — (др. рус …   Википедия

  • χημευτής — και χυμευτής και χειμευτής, ὁ, Μ ο αλχημιστής, αυτός που προσπαθεί να πετύχει τη μετουσίωση τών μετάλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χημεία /χυμεία, μέσω αμάρτυρου ρ. *χημεύω / *χυμεύω (βλ. και λ. χημεία)] …   Dictionary of Greek

  • χυμευτός — ή, όν, Μ ποικιλμένος με τη μέθοδο τής εγκαυστικής («ἔργον ποικίλον χυμευτὸν μὲ τὸ μαργαριτάριν», Διγεν. Ακρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χυμεία, μέσω αμάρτυρου *χυμεύω (βλ. και λ. χημεία)] …   Dictionary of Greek

  • χύμευσις — εύσεως, ἡ, Μ κράμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χυμεία, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *χυμεύω (βλ. και λ. χημεία)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”