- χῡμευτικός
χῡμευτικός, zum Vermischen, Vermengen gehörig, geneigt dazu, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χῡμευτικός, zum Vermischen, Vermengen gehörig, geneigt dazu, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χυμευτικός — ή, όν, Μ βλ. χημευτικός … Dictionary of Greek
χυμευτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χυμευτή. 2. το θηλ. ως ουσ., χυμευτική η τέχνη του χυμευτή, η αλχημεία των Ελληνοαιγυπτίων και Βυζαντινών, η χρυσοχοΐα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χυμευτικῶν — χυμευτικός concerning alchemy fem gen pl χυμευτικός concerning alchemy masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυμευτικῆς — χυμευτικός concerning alchemy fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυμευτικῇ — χυμευτικός concerning alchemy fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυμευτική — χυμευτικός concerning alchemy fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χημευτικός — και χυμευτικός, ή, όν, Μ 1. αλχημιστικός, αυτός που αναφέρεται στην τέχνη μετουσίωσης τών μετάλλων 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ χημευτική η αλχημεία, η τέχνη μετουσίωσης τών μετάλλων 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ χημευτικά τα βιβλία αλχημείας. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek