χίλωμα, τό, das Futter, Aesch. frg. 257.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χίλωμα — και χείλωμα, ώματος, τὸ, ΜΑ [χιλῶ] τροφή τών ζώων, ζωοτροφή … Dictionary of Greek