χίμαιρα

χίμαιρα

χίμαιρα, , die Ziege; Il. 6, 181; Hes. Th. 322; Aesch. Ag. 224. – S. nom. pr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Χιμαίρᾳ — Χιμαίρᾱͅ , Χίμαιρα she goat fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιμαίρᾳ — χιμαίρᾱͅ , χίμαιρα she goat fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χίμαιρα — she goat fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χίμαιρα — she goat fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χίμαιρα — (himaera monstrosa). Ψάρι της τάξης των χιμαιρόμορφων. Έχει αρχαιοζωική δομή και ζει στη Μεσόγειο και στον ανατολικό Ατλαντικό έως τις νορβηγικές ακτές. Η χ. που έχει μέσο μήκος λίγο μεγαλύτερο του ενός μ., παραμένει συνήθως σε μεγάλα βάθη αλλά… …   Dictionary of Greek

  • χίμαιρα — η 1. ως κύρ. όν., μυθικό τέρας με κεφάλι λιονταριού, σώμα γίδας και ουρά δράκοντα. 2. ονειροπόλημα, απραγματοποίητος πόθος: Τα όνειρά του ήταν μια χίμαιρα. 3. είδος ψαριών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Χιμαίρας — Χιμαίρᾱς , Χίμαιρα she goat fem acc pl Χιμαίρᾱς , Χίμαιρα she goat fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιμαίρας — χιμαίρᾱς , χίμαιρα she goat fem acc pl χιμαίρᾱς , χίμαιρα she goat fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Химера — (Χίμαιρα, Chimaera): 1) в греческой мифологии чудовище, имевшее голову и шею льва, туловище козы (χίμαιρα коза) и хвост дракона и изрыгавшее из пасти огонь; по Гезиоду, у X., соответственно трем животным породам, из которых состояло ее тело, были …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Χιμαίραι — Χιμαίρᾱͅ , Χίμαιρα she goat fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιμαίραι — χιμαίρᾱͅ , χίμαιρα she goat fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”