χέλυμνα, ἡ, = χελώνη, Babr. 115, 5; Mein. vermuthet χέλυννα, s. χελύνη.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χέλυμνα — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χέλυμνα — ἡ, Α βλ. χελώνα … Dictionary of Greek