- χέλ-υδρος
χέλ-υδρος, ὁ, 1) die Wasserschildkröte, Schol. Lycophr. 340. – 2) eine Schlangenart, die sich auch im Wasser aufhält, Nic. Ther. 411.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χέλ-υδρος, ὁ, 1) die Wasserschildkröte, Schol. Lycophr. 340. – 2) eine Schlangenart, die sich auch im Wasser aufhält, Nic. Ther. 411.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χέλυδρος — ο, ΝΑ νεοελλ. παλαιότερη ονομασία τής νεροχελώνας χελύδρα αρχ. 1. είδος αμφίβιου φιδιού 2. είδος νεροχελώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χελ τού χέλυς «χελώνα» + υδρος (< ύδωρ), πρβλ. χέρσ υδρος] … Dictionary of Greek