καλοχέρης — ο, θηλ. καλοχέρα ανοιχτοχέρης, γενναιόδωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + χέρης (< χέρι), πρβλ. ανοιχτο χέρης, απλο χέρης] … Dictionary of Greek
κοντοχέρης — α, ικο αυτός που έχει κοντά τα χέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + χέρης (< χέρι), πρβλ. ανοιχτο χέρης, χρυσο χέρης] … Dictionary of Greek
κουτσοχέρης — α, ικο 1. αυτός που έχει κομμένο ή κομμένα χέρια ή έχει αναπηρία στα χέρια, κουλοχέρης, κουλός 2. (το ουδ.) (για σκεύος) αυτό που τού λείπει η λαβή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτσο * + χέρης (< χέρι), πρβλ. ανοιχτο χέρης, απλο χέρης] … Dictionary of Greek
κοψοχέρης — α, ικο αυτός που έχει το ένα ή και τα δύο του χέρια κομμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοψ(ο) * + χέρης (< χέρι), πρβλ. σφιχτο χέρης, χρυσο χέρης, ή υποχωρητ. < κοψοχερίζω] … Dictionary of Greek
σκορποχέρης — ο, θηλ. σκορποχέρα, Ν αυτός που δαπανά άσκοπα και αλόγιστα, σπάταλος, τρυποχέρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκορπώ + χέρης (< χέρι), πρβλ. ανοιχτο χέρης] … Dictionary of Greek
τρυπιοχέρης — και τρυποχέρης και τρουποχέρης, α, ικο, Ν εξαιρετικά σπάταλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρύπιος / τρούπιος + χέρης (< χέρι) πρβλ. ανοιχτο χέρης] … Dictionary of Greek
χαίρω — ΝΜΑ, και μέσ. χαίρομαι Ν 1. αισθάνομαι χαρά, είμαι χαρούμενος (α. «χαίρω πολύ» β. «οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ», ΚΔ γ. «χαίρω δὲ καὶ αὐτὸς θυμῷ, ἐπεὶ δοκέω νικησέμεν Ἕκτορα δῑον», Ομ. Ιλ.) 2. (η προστ. β προσ. ενεστ.) χαίρε,… … Dictionary of Greek
PLUTARGHUS Chaeronensis — Philiosophus, Historicus et Orator, foloruit sub Nerva, Traiano et Adriano Imperatorib. Discipul. Ammonii fuit primum, dein in Graecia et Aegypto, eruditos adiit, ubique exactissime omnibus annotatis. Exin Romam profectus, magno ibi in pretio… … Hofmann J. Lexicon universale
ευχερής — ές (ΑΜ εὐχερής, ές) αυτός τον οποίο εύκολα χειρίζεται κάποιος, αυτός που γίνεται ή πραγματοποιείται εύκολα, ο εύκολος, ο άκοπος μσν. ικανός σε κάτι αρχ. 1. (για πρόσ. και ζώα) α) ενδοτικός, υποχωρητικός, εύκολος, βολικός β) επιδέξιος, επιτήδειος … Dictionary of Greek
σφιχτοχέρης — ο, θηλ. σφιχτοχέρα και ουδ. σφιχτοχέρικο, Ν πολύ φιλάργυρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφιχτός + χέρι (πρβλ. απλο χέρης)] … Dictionary of Greek
χρυσοχέρης — α, ικο / χρυσοχέρης, ὁ, ΝΜ μτφ. αυτός που έχει χρυσά χέρια, που διακρίνεται για την εργατικότητα και την επιδεξιότητά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + χέρης (< θ. χερ τής λ. χείρ*)] … Dictionary of Greek